- ἀμίσθωτος
- ἀμίσθ-ωτος, ον,A not let, bringing no return,
οἶκος D. 30.6
, cf. BCH35.14 ([place name] Delos).II unhired, D.S.18.21.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
οἶκος D. 30.6
, cf. BCH35.14 ([place name] Delos).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀμίσθωτος — not let masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμίσθωτος — η, ο (Α ἀμίσθωτος, ον) αυτός που δεν μισθώθηκε, δεν ενοικιάστηκε, και που επομένως δεν αποφέρει μισθό, εισόδημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερ. + μισθωτὸς < μισθῶ ώνω] … Dictionary of Greek
αμίσθωτος — η, ο αυτός που δε μισθώθηκε, δε νοικιάστηκε: Το κατάστημα μήνες τώρα είναι αμίσθωτο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀμίσθωτον — ἀμίσθωτος not let masc/fem acc sg ἀμίσθωτος not let neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμισθώτων — ἀμίσθωτος not let masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανοίκιαστος — η, ο (για ακίνητα) αυτός που δεν έχει νοικιαστεί, ξενοίκιαστος, αμίσθωτος … Dictionary of Greek
απάκτωτος — ἀπάκτωτος, ον (Μ) (για αγρό) όποιος δεν έχει πακτωθεί, ο αμίσθωτος … Dictionary of Greek
ξενοίκιαστος — η, ο [ξενοικιάζω] αμίσθωτος, ελεύθερος … Dictionary of Greek
ανοίκιαστος — η, ο επίρρ. α αμίσθωτος: Έχουμε ακόμη ανοίκιαστο το σπίτι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)